- προσπαρασκευάζω
- Α·1. παρασκευάζω, ετοιμάζω κάτι ακόμη («τάς τε προϋπαρχούσας ναῡς καθείλκυσαν καὶ ἄλλας προσπαρασκευάσαντες», Διόδ.)2. μέσ. προσπαρασκευάζομαιετοιμάζω κάτι ακόμη για τον εαυτό μου.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
προσπαρασκευάζειν — προσπαρασκευάζω prepare besides pres inf act (attic epic) προσπαρασκευάζω prepare besides pres inf act (attic epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προσπαρεσκεύασεν — προσπαρασκευάζω prepare besides aor ind act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)